ορθοσκόπηση

ορθοσκόπηση
rektoskopi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθοσκόπηση — η ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τού ορθού …   Dictionary of Greek

  • ορθοσκοπία — η 1. ιατρ. α) η ορθοσκόπηση β) η εξέταση τού οφθαλμού με ορθοσκοπικό φακό 2. φυσ. η ιδιότητα ενός οπτικού οργάνου, κυρίως φωτογραφικού φακού και προσοφθάλμιου οπτικού συστήματος, που έχει υποστεί διορθώσεις ώστε να έχει επίπεδο οπτικό πεδίο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”